• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: hesitating, hesitate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hesitating adj (person: undecided)διστακτικός επίθ
 The mother reassured her hesitating child that it was safe to pet the dog.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hesitate vi (pause)διστάζω ρ αμ
 Sarah hesitated before making up her mind and accepting the job offer.
 Η Σάρα δίστασε πριν πάρει την απόφασή της και δεχθεί την προσφορά για δουλειά.
hesitate to do [sth] v expr (be hesitant)διστάζω ρ αμ
 Jeff hesitated to do anything that might offend anyone.
 Ο Τζεφ δίσταζε να κάνει το οτιδήποτε θα μπορούσε να προσβάλει κάποιον.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
hesitate | hesitating
ΑγγλικάΕλληνικά
not hesitate vi (act quickly, resolutely)δεν διστάζω, δρω άμεσα έκφρ
not hesitate to do [sth] vtr (act immediately to)δεν διστάζω να κάνω κτ έκφρ
  θα κάνω κτ αμέσως έκφρ
 If you misbehave again, I will not hesitate to contact your parents.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hesitating' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hesitating στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hesitating».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!