hated

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈheɪtɪd/

From the verb hate: (⇒ conjugate)
hated is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: hated, hate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hated adj (detested)μισητός επίθ
  αντιπαθής, απεχθής επίθ
 The hated dictator was overthrown.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
hate [sth/sb] vtr (detest)μισώ, σιχαίνομαι ρ μ
  (επίσημο)απεχθάνομαι ρ μ
 I hate that film because it's so violent.
 Τη μισώ (or: σιχαίνομαι) αυτή την ταινία επειδή έχει πολλή βία.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Απεχθάνομαι τους ψεύτες.
hate n (hatred)μίσος ουσ ουδ
  (επίσημο)απέχθεια ουσ θηλ
  έχθρα ουσ θηλ
 There's too much hate in this world.
 Υπάρχει υπερβολικό μίσος σε αυτόν τον κόσμο.
hate to do [sth] v expr (be unwilling)λυπάμαι ρ αμ
  δε μου αρέσει, δεν μου είναι ευχάριστο περίφρ
 I hate to have to tell you this, but she's gone.
 Λυπάμαι που πρέπει να σου το πω, αλλά έφυγε.
hate vi (feel extreme aversion)μισώ ρ αμ
 It is better to love than to hate.
 Είναι καλύτερο να αγαπάς παρά να μισείς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
hate | hated
ΑγγλικάΕλληνικά
full of hate adj (intensely hostile)εχθρικός επίθ
 She is so full of hate that it has made her psychotic.
hate crime n (illegal act of hostility)πράξη βίας ουσ θηλ
 Since the defendant attacked the victim because of his race, the court ruled it a hate crime.
hate mail n (negative messages)μηνύματα μίσους φρ ως ουσ ουδ
hate speech n (speech inciting hatred)έκφραση/δήλωση μίσους περίφρ
hate-read [sth] vtr informal (read [sth] to mock, etc.)διαβάζω κτ με σκοπό να το χλευάσω, κατακρίνω κλπ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
hate-reading n (activity: reading [sth] to mock, etc.)ανάγνωση με σκοπό τον χλευασμό ή την κριτική
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
hate-watch [sth] vtr informal (watch [sth] to mock)βλέπω κτ για να σπάσω πλάκα έκφρ
  βλέπω κτ για να το κοροϊδέψω έκφρ
hate-watching n informal (watching bad TV programs)βλέπω χαζομάρες έκφρ
  βλέπω κτ που μισώ έκφρ
 Janice spent an evening of hate-watching in front of the TV.
I hate you interj (I dislike you intensely)σε μισώ περίφρ
 This is not love! I hate you!
 Αυτό δεν είναι αγάπη! Σε μισώ!
self-hate n (dislike of yourself)μίσος για τον εαυτό μου φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'hated' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση hated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «hated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!