harassment

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈhærəsmənt/, /həˈræsmənt/

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
harassment n (work, sexual)παρενόχληση ουσ θηλ
 Frank was fired from his job for harassment.
 Ο Φρανκ απολύθηκε από τη δουλειά του λόγω παρενόχλησης.
harassment n (repeated annoyance)πείραγμα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)βασανιστήριο ουσ ουδ
  (πολύ πιο σοβαρό)παρενόχληση ουσ θηλ
 Jim had to endure endless harassment from his fraternity brothers when his mother brought him a teddy bear.
 Ο Τζιμ υπέστη ατελείωτα πειράγματα από τους φίλους του στην αδελφότητα του πανεπιστημίου όταν η μητέρα του του έφερε ένα λούτρινο αρκουδάκι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
racial harassment n (persecution on the basis of race)φυλετική παρενόχληση επίθ + ουσ θηλ
sexual harassment n (unwelcome sexual attentions)σεξουαλική παρενόχληση επίθ + ουσ θηλ
 Sexual harassment will not be tolerated in this office.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'harassment' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [arrested, detained] on harassment charges, the [company, school] has a harassment policy, a sexual harassment [trial, lawsuit, hearing], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση harassment στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «harassment».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!