• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
harass [sb] vtr (work, sexually) (σεξουαλικά)παρενοχλώ ρ μ
 Kim reported her coworker to the management because he harassed her.
 Η Κιμ ανέφερε τον συνάδελφό της στη διοίκηση γιατί την παρενοχλούσε.
harass [sb] vtr (repeatedly annoy)ενοχλώ, πειράζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μτφ)βασανίζω, ταλαιπωρώ ρ μ
  (πολύ πιο σοβαρό)παρενοχλώ ρ μ
 The kids wouldn't stop harassing their mother, and she didn't get any sleep for nearly two days.
 Τα παιδιά δεν σταματούσαν να ενοχλούν τη μητέρα τους και εκείνη δεν κοιμήθηκε για σχεδόν δυο μέρες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
harass [sb] vtr (military attack)παρενοχλώ ρ μ
 The guerrillas constantly harassed the invaders' supply lines.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'harassing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση harassing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «harassing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!