• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: grafting, graft

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
grafting n uncountable (surgery: transplanting tissue)μεταμόσχευση ουσ θηλ
 With the grafting of organs, there is always a risk of rejection.
grafting n (surgery: transplanted tissue)μόσχευμα ουσ ουδ
 The grafting did not take, so the surgery had to be performed again.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
graft [sth] vtr (surgery)τοποθετώ μόσχευμα περίφρ
 The doctor had to graft healthy skin on the patient's burn wounds.
 Ο γιατρός χρειάστηκε να τοποθετήσει μόσχευμα υγιούς δέρματος στα εγκαύματα του ασθενούς.
graft [sth] vtr (plants)εγκεντρίζω, εμβολιάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)μπολιάζω, κεντρώνω ρ μ
 The farmer grafted a plum branch into an apple tree.
 Ο αγρότης μπόλιασε ένα κλαδί δαμασκηνιάς σε μια μηλιά.
graft n (transplant of tissue)μόσχευμα ουσ ουδ
 The surgeon used a graft to repair the patient's aorta.
graft n (of a plant)μπόλι ουσ ουδ
 My pear tree has grafts of several other fruit trees in it.
 Η αχλαδιά μου έχει μπόλια από διάφορα άλλα οπωροφόρα δέντρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
graft n (corruption)διαφθορά ουσ αρσ
  (λήψη χρημάτων)χρηματισμός ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)λάδωμα ουσ ουδ
 The government charged the politician with graft.
graft n UK, informal (hard work)σκληρή δουλειά επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)σκότωμα ουσ ουδ
 Working on a building site is hard graft, and dangerous too.
graft vi UK, informal (work hard)μοχθώ, κοπιάζω ρ αμ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)σκοτώνομαι στη δουλειά, δουλεύω σαν σκυλί έκφρ
 My dad spent forty years grafting to give his family a decent life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
grafting | graft
ΑγγλικάΕλληνικά
dermoplasty,
dermatoplasty
n
(medical: skin grafting)δερμοπλασία ουσ θηλ
skin grafting n (skin transplantation)μεταμόσχευση δέρματος φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'grafting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση grafting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «grafting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!