WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
frig⇒ vi | vulgar, informal (have sex) (αργκό, χυδαίο) | γαμιέμαι, πηδιέμαι ρ αμ |
| (αργκό) | ξεσκίζομαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη) | βγάζω τα μάτια μου έκφρ |
frig vi | vulgar, informal (masturbate) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | τον παίζω έκφρ |
| (αργκό, χυδαίο) | τραβάω μαλακία έκφρ |
frig [sb]⇒ vtr | vulgar, informal (have sex with) (αργκό: χυδαίο) | γαμάω, πηδάω ρ μ |
| (αργκό, μεταφορικά) | ξεσκίζω ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | πετάω τα μάτια κάποιου έξω έκφρ |
frig [sb] vtr | vulgar, informal (masturbate) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | τον παίζω σε κπ έκφρ |
| (αργκό, χυδαίο) | τραβάω μαλακία σε κπ έκφρ |