WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
fool around, fool about vi phrasal | informal (act in silly way) | παίζω, χαζολογάω ρ αμ |
| | (καθομιλουμένη, άκομψο) | κωλοβαράω ρ αμ |
| | (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό) | μαλακίζομαι ρ αμ |
| | The teacher told Bobby to stop fooling around in class. |
| | Ο δάσκαλος είπε στον Μπόμπι να σταματήσει να χαζολογάει στην τάξη. |
fool around, fool about vi phrasal | informal (not be productive) (καθομιλουμένη) | χασομερώ, χαζολογάω ρ αμ |
| | (ανεπίσημο, άκομψο) | κωλοβαράω ρ αμ |
| | (αργκό, μεταφορικά, προσβλητικό) | μαλακίζομαι ρ αμ |
| | The boss doesn't like people fooling around when they should be working. |
| | Στο αφεντικό δεν αρέσει να χασομερούν οι υπάλληλοι, ενώ θα έπρεπε να δουλεύουν. |
| fool around vi phrasal | slang (have casual sex) | ερωτοτροπώ ρ αμ |
| | (καθομιλουμένη) | μπερμπαντεύω, τραβιέμαι ρ αμ |
| | (χυδαίο) | πηδιέμαι ρ αμ |
| | (καθομιλουμένη: απιστία) | τσιλιμπουρδίζω ρ αμ |
| | Helen suspects that her husband has been fooling around. |
| | Η Έλεν υποψιάζεται ότι ο άντρας της τσιλιμπουρδίζει. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| fool around with [sb] vtr phrasal insep | slang (have casual sex) (καθομιλουμένη) | κάνω φάση με κπ περίφρ |
| | | τραβιέμαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
| | (χυδαίο) | πηδιέμαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
| | He had fooled around with every girl in town before he met Helen. |
| fool around with [sth] vtr phrasal insep | informal (amuse yourself) (μεταφορικά) | παίζω με κτ ρ αμ + πρόθ |
| | Ben spent the afternoon fooling around with his new camera. |