• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: flustered, fluster

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
flustered adj (confused, agitated)μπερδεμένος, συγχυσμένος μτχ πρκ
  ανήσυχος επίθ
  ταραγμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)αλαφιασμένος μτχ πρκ
 Jane seemed flustered when I asked her what she was up to.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fluster [sb] vtr (agitate, confuse)μπερδεύω ρ μ
  σαστίζω, μπερδεύομαι ρ αμ
 The constant noise and bright lights flustered Jamie.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fluster n (confusion, agitation)σύγχυση ουσ θηλ
  αναστάτωση ουσ θηλ
 Any statement about a controversial issue is sure to cause a fluster.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'flustered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση flustered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «flustered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!