fig

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'fig', 'Fig': /ˈfɪɡ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/fɪg/ ,USA pronunciation: respelling(fig)

  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: fig, fig tree

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fig n (fruit)σύκο ουσ ουδ
 Larry ate a fresh fig for the first time when he visited Montenegro.
 Ο Λάρρυ έφαγε φρέσκο σύκο για πρώτη φορά όταν επισκέφτηκε το Μαυροβούνιο.
fig n (fruit tree)συκιά ουσ θηλ
 Jim grew a fig in his greenhouse.
fig,
fig sign
n
(rude gesture made with thumb)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: Η χειρονομία αυτή δεν συναντάται στην Ελλάδα.
 Ben made a fig at Stan.
Fig,
Fig.
n
written, abbreviation (Figure: Fig.: image, graph in a text) (σντμ: Εικόνα)Εικ. ουσ θηλ
 Fold your origami paper in half diagonally (see Fig.1).
 Δίπλωσε το χαρτί για το οριγκάμι στα δυο διαγωνίως (βλ. Εικ. 1).
fig. n written, abbreviation (figurative)μεταφορικά επίρ
 Neanderthal (n) - fig. An ignorant person
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fig tree n (tree that bears figs)συκιά ουσ θηλ
 The fig tree is beautiful all by itself, even before it produces fig flowers that later turn into figs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fig | fig tree
ΑγγλικάΕλληνικά
fig leaf,
plural: fig leaves
n
(leaf of a fig tree)φύλλο συκιάς φρ ως ουσ θηλ
  (επίσημο)φύλο συκής φρ ως ουσ θηλ
 A real fig leaf would be too itchy to wear.
fig leaf n figurative ([sth] that covers [sth] shameful)προσπάθεια απόκρυψης φρ ως ουσ θηλ
  προσπάθεια συγκάλυψης φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)φύλλο συκής φρ ως ουσ θηλ
not give a fig v expr figurative, informal (not care, be unconcerned) (μεταφορικά, καθομ: για κάτι)δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα έκφρ
  (αργκό, υβριστικό: για κάτι)χέστηκα ρ αμ
give a fig v expr figurative, informal (care, be concerned)με νοιάζει έκφρ
  (καθομιλουμένη: σε ερώτηση)δίνω μία, δίνω δεκάρα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fig' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fig στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fig».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!