feasibility

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌfiːzəˈbɪlɪti/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌfizəˈbɪlɪti/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
feasibility n (possibility of doing) (μπορεί να γίνει)εφαρμοσιμότητα, υλοποιησιμότητα ουσ θηλ
  δυνατότητα να εφαρμοστεί, το να είναι κάτι εφικτό περίφρ
  δυνατότητα επίτευξης, δυνατότητα υλοποίησης φρ ως ουσ θηλ
  (αξίζει να γίνει)σκοπιμότητα ουσ θηλ
 The analyst determined the feasibility of the plan.
 Ο αναλυτής προσδιόρισε την εφαρμοσιμότητα του σχεδίου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'feasibility' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [conduct, carry out, discuss] a feasibility study, the (new) [plan, product, project] feasibility, [determine, analyze, discuss] the [plan's] feasibility, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση feasibility στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «feasibility».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!