• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
feasibly adv (practicably, possibly)ρεαλιστικά επίρ
  πραγματικά επίρ
  εφικτός επίθ
 Can you feasibly run a marathon if you have only been training for two months?
feasibly adv (within bounds of likelihood)πρακτικά επίρ
  ουσιαστικά επίρ
  στην πραγματικότητα έκφρ
Σχόλιο: Συνήθως αποδίδεται χρησιμοποιώντας κατάλληλα επίθετα.
 The man in the photo can't feasibly be Paul; he was out of town that day.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση feasibly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «feasibly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!