Ο όρος 'faggot' παραπέμπει στον όρο 'fagot'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'faggot' is cross-referenced with 'fagot'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
faggot n | pejorative, offensive!!, informal, US (fag: gay man) (καθομ, προσβλητικό, μεταφορικά) | αδερφή ουσ θηλ |
| (καθομ, υβριστικό, μεταφορικά) | αδερφάρα ουσ θηλ |
| (καθομ, υβριστικό, χυδαίο) | πούστης ουσ αρσ |
| (αργκό, υβριστικό, χυδαίο) | πούστρα ουσ θηλ |
| Calling a gay man a faggot is likely to cause offence. |
| Αν αποκαλέσεις έναν ομοφυλόφιλο άνδρα αδερφή είναι πιθανό να προσβληθεί. |
faggot (UK), fagot (US) n | dated (bundle of sticks) | δεμάτι ουσ ουδ |
| James made a mound of faggots for the bonfire. |
| Ο Τζέιμς έφτιαξε ένα βουναλάκι από δεμάτια για τη φωτιά. |
faggots npl | UK (food: meatballs) | κεφτεδάκια ουσ ουδ πλ |
| (κατά λέξη) | κεφτεδάκια από χοιρινά εντόσθια |
| Tim's mom made faggots and mashed potatoes for dinner. |
| Η μητέρα του Τιμ έφτιαξε κεφτεδάκια και πατάτες πουρέ για δείπνο. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
fagot (US), faggot (UK) n | dated (bundle of firewood) | δεμάτι με καυσόξυλα, μάτσο με καυσόξυλα φρ ως ουσ ουδ |