expanding

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪksˈpændɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: expanding, expand

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expanding adj (becoming larger, wider)διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενος επίθ
 The expanding area of high pressure will keep skies clear.
expanding adj (becoming more widespread)διαστελλόμενος, αναπτυσσόμενος, διευρυνόμενος, επεκτεινόμενος επίθ
 Expanding cases of measles closed two more schools today.
expanding adj (unfolding)αναπτυσσόμενος, ξεδιπλούμενος επίθ
 The expanding scandal now involves several administration officials.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expand vi (grow, enlarge) (μαγειρική)φουσκώνω ρ αμ
  (φυσική)διαστέλλομαι ρ αμ
 The yeast makes the bread expand.
 Η μαγιά κάνει το ψωμί να φουσκώσει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα.
expand vi (non-physical: grow)επεκτείνομαι ρ αμ
  αναπτύσσομαι ρ αμ
  διευρύνομαι ρ αμ
 The company has been expanding the last few years.
 Η εταιρεία επεκτείνεται τα τελευταία χρόνια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η οικονομία της χώρας αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε απότομα έπειτα από το 2004.
expand [sth] vtr (internet headings: open to reveal text)εμφανίζω ρ μ
  ανοίγω ρ μ
 Right-click to see the option to expand all headings.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
expand vi (extend)εξαπλώνομαι, απλώνομαι ρ αμ
 The forest expanded across the floor of the valley.
 Το δάσος εξαπλώθηκε (or: απλώθηκε) μέσα στην πεδιάδα.
expand vi (explain)αναπτύσσω, αναλύω ρ μ
  αναφέρομαι πιο λεπτομερώς περίφρ
 Can you expand on your earlier comments?
 Μπορείς να αναλύσεις το προηγούμενο σχόλιό σου;
 Μπορείς να αναφερθείς πιο λεπτομερώς στο προηγούμενο σχόλιό σου;
expand [sth] vtr (fill out)αναπτύσσω ρ μ
 You need to expand your notes into full sentences.
 Πρέπει να αναπτύξεις τις σημειώσεις σου σε πλήρεις προτάσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
expanding | expand
ΑγγλικάΕλληνικά
ever-expanding adj (constantly becoming larger)διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενος φρ ως επίθ
  που μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο περίφρ
expander,
expander file,
expanding file
n
(concertina document file) (μτφ: αρχειοθέτηση)φυσαρμόνικα ουσ θηλ
  φάκελος-φυσαρμόνικα φρ ως ουσ αρσ
 Mike files all his medical and financial documents in an expander.
mind-expanding adj (drug, etc.: hallucinatory)παραισθησιογόνος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'expanding' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση expanding στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «expanding».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!