WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| exhort [sb] to do [sth] v expr | (urge) | προτρέπω κπ να κάνει κτ ρ μ |
| | | παροτρύνω κπ να κάνει κτ ρ μ |
| | | ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ ρ μ |
| | The politician exhorted her constituents to speak out about the proposed law. |
Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "exhort" στο Greek φόρουμ.Exhort - English Only forum
- Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «exhort».
Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά