WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| exhilarating adj | (exciting, thrilling) (περνάω καλά) | απολαυστικός επίθ |
| | (ενθουσιάζομαι) | συναρπαστικός επίθ |
| | It was exhilarating to spend three days in Paris with such great weather. |
| | Ήταν απολαυστικό που περάσαμε τρεις μέρες στο Παρίσι με τόσο καλό καιρό. |
| exhilarating adj | (invigorating, stimulating) | αναζωογονητικός επίθ |
| | | που σε γεμίζει ενέργεια περίφρ |
| | (καθομιλουμένη, ανεπίσημο) | ανεβαστικός επίθ |
| | Most visitors remark that the clean air and sunshine are exhilarating. |
| | Οι περισσότεροι επισκέπτες επισημαίνουν πως ο καθαρός αέρας και η ηλιοφάνεια είναι αναζωογονητικά. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| exhilarate [sb]⇒ vtr | (thrill) | ενθουσιάζω, ξεσηκώνω ρ μ |
| | (πιο ήπιο) | χαροποιώ ρ μ |
| | The prospect of moving to Paris exhilarated Penelope. |