WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| endlessness n | (having no end) | απεραντοσύνη ουσ θηλ |
| endlessness n | figurative (seeming to have no end) (μεταφορικά) | απεραντοσύνη ουσ θηλ |
| endlessness n | (being continuous) | το ότι δεν σταματά έκφρ |
| | | το ότι είναι αδιάκοπο έκφρ |
| endlessness n | figurative (being overly long) | το ότι δεν τελειώνει έκφρ |
| | | το ότι είναι ατελείωτο έκφρ |
| | (αποδοκιμασίας) | το ότι δεν λέω να τελειώσει έκφρ |
| | | το ότι έχει το ατελείωτο έκφρ |
| endlessness n | figurative (being countless) | απεραντοσύνη ουσ θηλ |
| | | το ότι είναι αμέτρητο έκφρ |