• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
endlessness n (having no end)απεραντοσύνη ουσ θηλ
endlessness n figurative (seeming to have no end) (μεταφορικά)απεραντοσύνη ουσ θηλ
endlessness n (being continuous)το ότι δεν σταματά έκφρ
  το ότι είναι αδιάκοπο έκφρ
endlessness n figurative (being overly long)το ότι δεν τελειώνει έκφρ
  το ότι είναι ατελείωτο έκφρ
  (αποδοκιμασίας)το ότι δεν λέω να τελειώσει έκφρ
  το ότι έχει το ατελείωτο έκφρ
endlessness n figurative (being countless)απεραντοσύνη ουσ θηλ
  το ότι είναι αμέτρητο έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση endlessness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «endlessness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!