eagerly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈiːgərli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
eagerly adv (with anticipation)ανυπόμονα επίρ
  με ανυπομονησία φρ ως επίρ
 Sarah's parents were eagerly awaiting her arrival.
 Οι γονείς της Σάρα περίμεναν την άφιξή της με ανυπομονησία.
eagerly adv (with enthusiasm)πρόθυμα επίρ
  με προθυμία φρ ως επίρ
  ενθουσιωδώς επίρ
 The little girl devoured her ice cream eagerly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'eagerly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: am eagerly awaiting your [call, answer, visit], eagerly awaiting the new [season, episode, movie], waiting eagerly (for), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση eagerly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «eagerly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!