dyed



From the verb dye: (⇒ conjugate)
dyed is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: dyed, dye

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dyed adj (tinted with dye)βαμμένος μτχ πρκ
 The company specialises in supplying dyed wedding shoes so you can always have a perfect match for your dress.
dyed adj (hair: artificially coloured)βαμμένος μτχ πρκ
 Edie pushed her dyed blond hair off her face.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dye n (coloring material)βαφή ουσ θηλ
  μπογιά ουσ θηλ
 Wendy couldn't find a pair of shoes she liked to go with her red dress, so she bought a pair of white shoes and some red dye.
 Η Γουέντι δεν μπορούσε να βρει ένα ζευγάρι παπούτσια που να της αρέσει για να το ταιριάξει με το φόρεμά της, έτσι αγόρασε ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια και λίγη κόκκινη βαφή.
dye [sth] vtr (change color of)βάφω ρ μ
 Sam has been dyeing his hair ever since it started to go grey.
 I don't like the colour of this shirt, so I'm going to dye it blue.
 Ο Σαμ βάφει τα μαλλιά του από τότε που άρχισαν να γκριζάρουν. // Δε μου αρέσει το χρώμα αυτού του πουκάμισου, γι' αυτό θα το βάψω μπλε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
dyed | dye
ΑγγλικάΕλληνικά
dyed-in-the-wool adj figurative (confirmed)επίβεβαιωμένος επίθ
 He'll never vote for a Democrat; he's a dyed-in-the-wool Republican.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dyed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dyed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dyed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!