dumbfounded

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dʌmˈfaʊndɪd/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: dumbfounded, dumbfound

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dumbfounded adj (perplexed) (μπερδεμένος)άναυδος, άλαλος, αποσβολωμένος επίθ
 Researchers are all dumbfounded by the complexity of the problem.
dumbfounded adj (astonished) (ξαφνιασμένο)άναυδος, άλαλος, αποσβολωμένος επίθ
 We were just dumbfounded when she refused to accept the honour.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dumbfound [sb] vtr (make speechless with amazement)αφήνω άφωνο, αφήνω άναυδο
  αποστομώνω, αποσβολώνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dumbfounded στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dumbfounded».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!