WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
dumbass, dumb-ass n | US, slang, pejorative (stupid person) (καθομιλουμένη, υβριστικό) | βλάκας ουσ αρσ |
| (υβριστικό) | ηλίθιος επίθ |
| (μειωτικό) | ανεγκέφαλος, κουφιοκέφαλος επίθ |
| | βλαμμένος μτχ πρκ |
| If you talk to him for a few minutes, you quickly realize that he is just another dumbass. |
| Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη βλάκας. |
| Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη ηλίθιος. |
dumbass, dumb-ass adj | US, slang, pejorative (stupid) (καθομιλουμένη, μειωτικό) | χαζός επίθ |
| Stealing from your boss is a really dumbass thing to do. |
| Το να κλέβεις από το αφεντικό σου είναι ένα πολύ χαζό πράγμα. |