dumbass



  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dumbass,
dumb-ass
n
US, slang, pejorative (stupid person) (καθομιλουμένη, υβριστικό)βλάκας ουσ αρσ
  (υβριστικό)ηλίθιος επίθ
  (μειωτικό)ανεγκέφαλος, κουφιοκέφαλος επίθ
  βλαμμένος μτχ πρκ
 If you talk to him for a few minutes, you quickly realize that he is just another dumbass.
 Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη βλάκας.
 Αν του μιλήσεις για λίγα λεπτά, θα καταλάβεις ότι είναι απλά ένας ακόμη ηλίθιος.
dumbass,
dumb-ass
adj
US, slang, pejorative (stupid) (καθομιλουμένη, μειωτικό)χαζός επίθ
 Stealing from your boss is a really dumbass thing to do.
 Το να κλέβεις από το αφεντικό σου είναι ένα πολύ χαζό πράγμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dumbass στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dumbass».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!