drooping

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈdruːpɪŋ/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: drooping, droop

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
drooping adj (sagging, hanging down)πεσμένος μτχ πρκ
  κρεμασμένος μτχ πρκ
  γερμένος μτχ πρκ
  που έχει κρεμάσει, που έχει γείρει περίφρ
 Helena gave the drooping flowers some water.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
droop vi (hang limply)κρέμομαι ρ αμ
  (η διαδικασία)χαλαρώνω, κρεμάω ρ αμ
 Lizzy's curls drooped and clung to her neck in the hot weather.
droop n (sagging shape)κρέμασμα, σακούλιασμα ουσ ουδ
 The bridge had a droop in the middle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
droop vi figurative (be exhausted) (μεταφορικά)σέρνομαι ρ αμ
 The hikers drooped under the hot sun.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'drooping' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση drooping στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «drooping».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!