disruptive

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪsˈrʌptɪv/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪsˈrʌptɪv/ ,USA pronunciation: respelling(dis ruptiv)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disruptive adj (causing disruption)άτακτος επίθ
  που προκαλεί ταραχή, που προκαλεί αναστάτωση περίφρ
  ταραχοποιός επίθ
 The teacher had to ask the disruptive student to leave the class, so that the other students could get some work done.
 Ο δάσκαλος αναγκάστηκε να ζητήσει απ' τον άτακτο μαθητή να φύγει απ' την τάξη για να μπορέσουν οι υπόλοιποι μαθητές να κάνουν λίγη δουλειά.
disruptive adj (groundbreaking)καινοτόμος επίθ
  (μεταφορικά: θετική έννοια)που ταράζει τα νερά περίφρ
 The smartphone is one of the most disruptive technologies of the early 21st century.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disruptive' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is a disruptive [child, student, influence], is disruptive at [school, work], is disruptive [in, during] class, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disruptive στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disruptive».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!