• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: disrupted, disrupt

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disrupted adj (made chaotic)διαταραγμένος μτχ πρκ
  που έχει διαταραχθεί περίφρ
  που παρουσιάζει διαταραχές περίφρ
disrupted adj (interrupted)που παρεμποδίστηκε περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disrupt [sth] vtr (cause disorder)διαταράσσω, διαταράζω ρ μ
  αναστατώνω ρ μ
  (οδηγώ σε παύση)διακόπτω ρ μ
 The war disrupted millions of people's lives.
 The student was given detention for disrupting the class.
 Ο πόλεμος διατάραξε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.
 Ο μαθητής τιμωρήθηκε γιατί διέκοψε το μάθημα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disrupt [sth] vtr (interrupt service)διακόπτω ρ μ
 The bad weather has disrupted TV and radio broadcasts in the area.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disrupted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disrupted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disrupted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!