• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dishonor (US),
dishonour (UK)
n
(public shame)ατίμωση, ντροπή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ντρόπιασμα ουσ ουδ
  (επίσημο)ατιμασμός ουσ αρσ
 The young woman was humiliated by her father, who publicly punished her for bringing dishonor to the family.
dishonor [sb] (US),
dishonour [sb] (UK)
vtr
(bring shame upon)ατιμάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ντροπιάζω, εξευτελίζω ρ μ
 You are no longer welcome to live in this house because your actions have dishonored the family.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'dishonor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση dishonor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «dishonor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!