WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
dishwasher n | (machine) | πλυντήριο πιάτων φρ ως ουσ ουδ |
| I love cooking, but hate cleaning up, so a dishwasher is an essential for me. |
| Λατρεύω το μαγείρεμα, μισώ όμως το συγύρισμα, επομένως ένα πλυντήριο πιάτων μου είναι απαραίτητο. |
dishwasher n | (person) | λαντζέρης, λαντζέρισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | λαντζιέρης, λαντζιέρισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Eric got a job as a dishwasher in the kitchen of a big hotel. |
| Ο Έρικ έπιασε δουλειά ως λαντζέρης στην κουζίνα ενός μεγάλου ξενοδοχείου. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: