WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| disclosure n | ([sth] revealed) | αποκάλυψη ουσ θηλ |
| | (μεταφορικά) | τα στοιχεία που βγήκαν στο φως έκφρ |
| | The disclosure about the candidate's past damaged his chances of winning the election. |
| | Η αποκάλυψη αναφορικά με το παρελθόν του υποψηφίου έριξαν τις πιθανότητες του να εκλεγεί. |
| | Τα στοιχεία που βγήκαν στο φως αναφορικά με το παρελθόν του υποψηφίου έριξαν τις πιθανότητες να εκλεγεί. |
| disclosure n | (act of revealing) | δημοσιοποίηση ουσ θηλ |
| | | αποκάλυψη ουσ θηλ |
| | The media is calling for full disclosure of the events surrounding the politician's resignation. |
| | Τα ΜΜΕ ζητούν την πλήρη δημοσιοποίηση (or: αποκάλυψη) των γεγονότων γύρω από την παραίτηση του πολιτικού. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: