disclosure

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/dɪsˈkləʊʒər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪˈskloʊʒɚ/ ,USA pronunciation: respelling(di sklōzhər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disclosure n ([sth] revealed)αποκάλυψη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)τα στοιχεία που βγήκαν στο φως έκφρ
 The disclosure about the candidate's past damaged his chances of winning the election.
 Η αποκάλυψη αναφορικά με το παρελθόν του υποψηφίου έριξαν τις πιθανότητες του να εκλεγεί.
 Τα στοιχεία που βγήκαν στο φως αναφορικά με το παρελθόν του υποψηφίου έριξαν τις πιθανότητες να εκλεγεί.
disclosure n (act of revealing)δημοσιοποίηση ουσ θηλ
  αποκάλυψη ουσ θηλ
 The media is calling for full disclosure of the events surrounding the politician's resignation.
 Τα ΜΜΕ ζητούν την πλήρη δημοσιοποίηση (or: αποκάλυψη) των γεγονότων γύρω από την παραίτηση του πολιτικού.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Carbon Disclosure Project n (environmental organization)Πρόγραμμα Δημοσιοποίησης Εκπομπών Άνθρακα έκφρ
 The Carbon Disclosure Project is the former name of the CDP.
compulsory disclosure n (legal requirement to reveal [sth])υποχρέωση γνωστοποίησης φρ ως ουσ θηλ
  υποχρεωτική γνωστοποίηση επίθ + ουσ θηλ
  υποχρεωτική κοινοποίηση, υποχρεωτική δημοσιοποίηση επίθ + ουσ θηλ
disclosure statement n (financial document)δήλωση γνωστοποίησης περίφρ
nondisclosure,
also UK: non-disclosure
n
(law: withholding information)απόκρυψη στοιχείων, απόκρυψη πληροφοριών φρ ως ουσ θηλ
nondisclosure,
also UK: non-disclosure
adj
(law: failing to reveal information)τήρηση απορρήτου φρ ως ουσ θηλ
  μη κοινοποίηση φρ ως ουσ θηλ
self-disclosure n (sharing information about oneself)αυτοαποκάλυψη ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disclosure' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a disclosure [order, judgement, obligation], the disclosure of [details, information, figures, results], the disclosure of [classified, secret, state, confidential] [details], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disclosure στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disclosure».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!