• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: disclosing, disclose

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disclosing adj (dentistry: relating to plaque stainers)που χρωματίζει την πλάκα περίφρ
 You can use a disclosing mouthwash to check that you are brushing your teeth thoroughly.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disclose [sth] vtr (reveal: secret)αποκαλύπτω ρ μ
  φανερώνω ρ μ
 After hours of questioning, the robber finally disclosed the hiding place where he had left the stolen jewels.
 Έπειτα από ώρες ανάκρισης, ο κλέφτης τελικά αποκάλυψε την κρυψώνα όπου είχε αφήσει τα κλεμμένα κοσμήματα.
disclose [sth] vtr (reveal: legal)αποκαλύπτω ρ μ
 The prosecution disclosed the evidence it had against the accused.
 Οι κατήγοροι αποκάλυψαν τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν εναντίον του κατηγορουμένου.
disclose that vtr (with clause: make known that) (ότι/πως)αποκαλύπτω ρ μ
 The company disclosed that it had lost money on the deal.
 Η εταιρεία αποκάλυψε πως είχε χάσει λεφτά από τη συμφωνία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disclosing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disclosing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disclosing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!