• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
deadness n figurative (lack of emotion or thought)απάθεια ουσ θηλ
 There was a deadness in the woman's eyes, brought about by grief.
deadness n figurative (lack of liveliness)υπερβολική ησυχία επίθ + ουσ θηλ
  (μεταφορικά)νεκρική σιγή έκφρ
  (καθομιλουμένη)νέκρα ουσ θηλ
 I hate the deadness of this dormitory town during office hours.
deadness n figurative (flatness, lack of fizz)το πόσο ξεθυμασμένος είναι, το πόσο έχει ξεθυμάνει περίφρ
  (καθομιλουμένη)ξεθύμιασμα ουσ ουδ
 I was disappointed by the deadness of the champagne served at the party.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση deadness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «deadness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!