WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
cripple [sb]⇒ vtr | (person: physically) | αφήνω ανάπηρο περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | σακατεύω ρ μ |
| (εγώ ο ίδιος) | μένω ανάπηρος ρ έκφρ |
| (καθομιλουμένη) | σακατεύομαι ρ αμ |
| The gunshot crippled Ben, who never walked again. |
| Ο πυροβολισμός άφησε ανάπηρο τον Μπεν, ο οποίος δεν ξαναπερπάτησε ποτέ. |
cripple [sth]⇒ vtr | figurative (machine, process) (μεταφορικά: πχ τις συγκοινωνίες) | παραλύω ρ μ |
| (πχ οχήματα) | ακινητοποιώ ρ μ |
| High water crippled the trucks trying to bring supplies. |
| Η υψηλή στάθμη του νερού ακινητοποίησε τα φορτηγά που προσπαθούσαν να φέρουν εφόδια. |
cripple [sth] vtr | figurative (plan, efforts) (μτφ: συνήθως παθητική) | παραλύω ρ μ |
| | πλήττω ρ μ |
| The town was badly crippled when the factory closed down. |
| Η πόλη επλήγη άσχημα όταν έκλεισε το εργοστάσιο. |
cripple n | dated, pejorative (lame or handicapped person) (μειωτικό) | σακάτης, σακάτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Zack's twisted legs made it hard to walk, and the children called him 'cripple.' |
| Με τα στραβά πόδια του ο Ζακ δυσκολευόταν να περπατήσει και τα παιδιά τον φώναζαν «σακάτη». |