cripple

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkrɪpəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈkrɪpəl/ ,USA pronunciation: respelling(kripəl)

Inflections of 'cripple' (v): (⇒ conjugate)
cripples
v 3rd person singular
crippling
v pres p
crippled
v past
crippled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cripple [sb] vtr (person: physically)αφήνω ανάπηρο περίφρ
  (καθομιλουμένη)σακατεύω ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)μένω ανάπηρος ρ έκφρ
  (καθομιλουμένη)σακατεύομαι ρ αμ
 The gunshot crippled Ben, who never walked again.
 Ο πυροβολισμός άφησε ανάπηρο τον Μπεν, ο οποίος δεν ξαναπερπάτησε ποτέ.
cripple [sth] vtr figurative (machine, process) (μεταφορικά: πχ τις συγκοινωνίες)παραλύω ρ μ
  (πχ οχήματα)ακινητοποιώ ρ μ
 High water crippled the trucks trying to bring supplies.
 Η υψηλή στάθμη του νερού ακινητοποίησε τα φορτηγά που προσπαθούσαν να φέρουν εφόδια.
cripple [sth] vtr figurative (plan, efforts) (μτφ: συνήθως παθητική)παραλύω ρ μ
  πλήττω ρ μ
 The town was badly crippled when the factory closed down.
 Η πόλη επλήγη άσχημα όταν έκλεισε το εργοστάσιο.
cripple n dated, pejorative (lame or handicapped person) (μειωτικό)σακάτης, σακάτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Zack's twisted legs made it hard to walk, and the children called him 'cripple.'
 Με τα στραβά πόδια του ο Ζακ δυσκολευόταν να περπατήσει και τα παιδιά τον φώναζαν «σακάτη».
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cripple' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: dated, offensive: a [mental, physical] cripple, dated, offensive: The [boy, girl, man, woman] is a cripple., dated, offensive: has been [left, made] a cripple (by), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cripple στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cripple».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!