WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cred n informal, abbreviation (credibility)αξιοπιστία ουσ θηλ
 The eco-warrior lost all cred when he turned up to the protest in a gas guzzler.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
street cred n informal, abbreviation (urban subculture: authenticity)αξιοπιστία ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)μέτωπο, πρόσωπο, κούτελο ουσ ουδ
 If I'm seen out with my mother, it'll damage my street cred!
street cred adj informal, abbreviation (authentically urban)αξιόπιστος ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)μέτωπο, πρόσωπο, κούτελο ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cred στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cred».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!