WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
cranky adj | informal, US (in a bad mood) | γκρινιάρης επίθ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | ανάποδος επίθ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | στριμμένος μτχ πρκ |
| (αργκό, ανεπίσημο) | μουντρούχος επίθ |
| The baby's always cranky when she first wakes up. |
| Το μωρό είναι πάντα γκρινιάρικο όταν ξυπνάει το πρωί. |
cranky adj | informal, UK (eccentric) | εκκεντρικός επίθ |
| (καθομιλουμένη) | αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος επίθ |
| My aunt is a cranky old woman who has fifteen cats. |
| Η θεία μου είναι μια εκκεντρική ηλικιωμένη γυναίκα που έχει δεκαπέντε γάτες. |