courtesy

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkɜːrtɪsi/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈkɝtəsi/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kûrtə sē or, for 5, kûrtsē)


Inflections of 'courtesy' (n): npl: courtesies
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
courtesy n uncountable (politeness)ευγένεια ουσ θηλ
  (λόγιος)αβρότητα ουσ θηλ
 James's natural courtesy had a calming effect.
 Η φυσική ευγένεια του Τζέιμς είχε ένα ηρεμιστικό αποτέλεσμα.
courtesy n (polite act)ευγενική πράξη επίθ + ουσ θηλ
  εκδήλωση ευγένειας φρ ως ουσ θηλ
 Saying 'thank you' is a courtesy that children can easily learn.
 Το "σας ευχαριστώ" είναι μια εκδήλωση ευγένειας την οποία μπορούν εύκολα να μάθουν τα παιδιά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
common courtesy n (politeness, manners)στοιχειώδης ευγένεια επίθ + ουσ θηλ
courtesy call n (diplomatic visit)διπλωματική επίσκεψη επίθ + ουσ θηλ
courtesy call n (phone call out of politeness)τηλεφώνημα για λόγους ευγενείας φρ ως ουσ ουδ
  τυπικό τηλεφώνημα επίθ + ουσ ουδ
  τυπικό τηλεφώνημα αβροφροσύνης τυπικό τηλεφώνημα αβροφροσύνης
 Good afternoon Mrs Jones, this is just a courtesy call to let you know your car is now ready for collection.
courtesy car n (vehicle provided free of charge)αυτοκίνητο μεταφοράς χωρίς χρέωση, δωρεάν αυτοκίνητο μεταφοράς περίφρ
  (λόγω ζημιάς ή ατυχήματος)αυτοκίνητο αντικατάστασης φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Al's Garage always lends me a courtesy car to drive while they repair my own car.
courtesy of [sb/sth] prep (provided by) (άδεια χρήσης)με την ευγενική παραχώρηση έκφρ
  με την άδεια περίφρ
  (κάλυψη εξόδων)με την ευγενική χορηγία του έκφρ
  δωρεά του, χορηγία του, με έξοδα του περίφρ
 The posters are courtesy of the Minister for Tourism.
do [sb] the courtesy of doing [sth] v expr (be polite enough to do [sth] for [sb])κάνω σε κπ την τιμή να κάνω κτ περίφρ
  κάνω σε κπ τη χάρη να κάνω κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη: συχνά προτροπή)φιλοτιμούμαι να κάνω κτ για κπ περίφρ
pay a courtesy call to [sb],
pay [sb] a courtesy call
v expr
(make diplomatic visit) (διπλωματία)κάνω επίσημη επίσκεψη έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'courtesy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: were [offered, provided, given] a courtesy car, gave the [client, customer] a courtesy call, deserve at least a courtesy call, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση courtesy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «courtesy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!