WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
convenience n | (useful quality) (πρακτικό προσόν) | ευκολία ουσ θηλ |
| | βολικός επίθ |
| With her severe allergies, living near a pharmacy has been a convenience. |
| Με τόσο σοβαρές αλλεργίες, το να μένει κοντά σε φαρμακείο υπήρξε μια ευκολία. |
| Με τόσο σοβαρές αλλεργίες, το να μένει κοντά σε φαρμακείο ήταν πολύ βολικό. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
convenience n | (work saver) | ευκολία ουσ θηλ |
| With six kids, a washing machine has been a convenience. |
convenience n | UK, often plural (toilet, esp. public) | μπάνιο ουσ ουδ |
| | τουαλέτα ουσ θηλ |
| Pardon me a moment. I'm going to the convenience. |
convenience n | (being readily available) | εξυπηρέτηση ουσ θηλ |
| | άνεση, ευκολία ουσ θηλ |
| For your convenience, all our shops are open twenty-four hours a day. |
convenience n | (when convenient) | με βολεύει, με εξυπηρετεί περίφρ |
| | άνεση ουσ θηλ |
| (κατά λέξη) | βολή ουσ θηλ |
| There is no rush, so please call me at your convenience. |
| Δεν υπάρχει βιασύνη, οπότε σε παρακαλώ τηλεφώνησέ μου όποτε σε βολεύει. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν βιαζόμαστε, έλα με την άνεσή σου. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: