Σε αυτή τη σελίδα: convening, convene

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
convening n (coming together for a meeting)συνάντηση ουσ θηλ
  συγκέντρωση ουσ θηλ
convening n (action of calling a meeting)σύγκληση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
convene [sth] vtr (call: a meeting)συγκαλώ ρ μ
 He's convened a meeting of the finance committee for next week.
 Συγκάλεσε συνάντηση της επιτροπής οικονομικών για την επόμενη βδομάδα.
convene [sth/sb] vtr (summon: a group of people)συγκαλώ ρ μ
  καλώ, προσκαλώ ρ μ
 The president convened a meeting of the members of the board.
convene vi (come together)συνέρχομαι, συνεδριάζω ρ αμ
 We convene once a month in the community centre.
 Συνερχόμαστε (or: συνεδριάζουμε) μια φορά τον μήνα στο κέντρο της κοινότητας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση convening στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «convening».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!