WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
controlled adj | (experiment: regulated) | ελεγχόμενος μτχ ενεστ |
| | σε ελεγχόμενο περιβάλλον περίφρ |
| In controlled tests eight out of ten people expressed no preference. |
| Σε ελεγχόμενα τεστ, οκτώ στους δέκα ανθρώπους δεν εξέφρασαν καμία προτίμηση. |
| Σε τεστ σε ελεγχόμενο περιβάλλον, οκτώ στους δέκα ανθρώπους δεν εξέφρασαν καμία προτίμηση. |
controlled adj | (explosion: supervised) | ελεγχόμενος μτχ ενεστ |
| The controlled explosion brought the skyscraper down. |
| Η ελεγχόμενη έκρηξη οδήγησε στην κατάρρευση του ουρανοξύστη. |
be controlled by [sb] adj | (person: be manipulated by [sb]) | που είναι υπό τον έλεγχο κάποιου, που είναι όργανο κάποιου περίφρ |
| Stacy is controlled by her husband; she will do anything he wants her to do. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
control n | (authority) (εξουσία) | έλεγχος ουσ αρσ |
| The principal has control over his school. |
| Ο λυκειάρχης έχει το σχολείο του υπό έλεγχο. |
control n | (restraint, self-control) | αυτοέλεγχος ουσ αρσ |
| The witness showed great control under cross-examination. |
| Ο μάρτυρας έδειξε αυτοέλεγχο στην κατ' αντιπαράσταση εξέταση. |
control n | (machine) (μηχανή) | σύστημα ελέγχου ουσ ουδ |
| The pilot started working the controls of the plane. |
| Ο πιλότος έθεσε σε λειτουργία το σύστημα ελέγχου του αεροπλάνου. |
control [sth]⇒ vtr | (manipulate: machine) | χειρίζομαι ρ μ |
| The crane operator controlled the machine without problem. |
| Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα. |
control [sth/sb]⇒ vtr | (restrain) | κρατάω κπ/κτ υπό έλεγχο έκφρ |
| | ελέγχω ρ μ |
| The police struggled to control the crowd. |
control [sth]⇒ vtr | (subdue) | ελέγχω ρ μ |
| | κρατάω υπό έλεγχο έκφρ |
| You must try to control your anger. |
control [sb/sth]⇒ vtr | (direct) | ελέγχω ρ μ |
| | έχω υπό τον έλεγχό μου περίφρ |
| | διευθύνω ρ μ |
| The manager controls the employees under him. |
| Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
control n | (standard) | πρότυπο ουσ ουδ |
| We must follow all regulatory controls. |
control n | (domination) | έλεγχος ουσ αρσ |
| | κυριαρχία, εξουσία ουσ θηλ |
| The island came under state control. |
control n | (regulating device) | ρυθμιστής ουσ αρσ |
| The temperature control is broken. |
control n | (prevention) | έλεγχος ουσ αρσ |
| (εκ των προτέρων) | πρόληψη ουσ θηλ |
| Pest control is difficult in hot climates. |
control n | (sports: skill) | κοντρόλ ουσ ουδ άκλ |
| That pitcher has incredible control. |
control [sb]⇒ vtr | (manipulate: person) | ελέγχω ρ μ |
| (ανεπίσημο) | κοντρολάρω ρ μ |
| He left his girlfriend because she tried to control him too much. |
| Εγκατέλειψε τη φιλενάδα του επειδή προσπαθούσε να τον ελέγχει υπερβολικά. |
| Εγκατέλειψε τη φιλενάδα του επειδή προσπαθούσε να τον κοντρολάρει υπερβολικά. |
control [sth]⇒ vtr | (restrict) | θέτω υπό έλεγχο περίφρ |
| | περιορίζω ρ μ |
| | ελέγχω ρ μ |
| The curfew controls the movements of the citizens. |
| Η απαγόρευση της κυκλοφορίας θέτει υπό έλεγχο τις κινήσεις των πολιτών. |
| Η απαγόρευση της κυκλοφορίας περιορίζει τις κινήσεις των πολιτών. |
| Η απαγόρευση της κυκλοφορίας ελέγχει τις κινήσεις των πολιτών. |
control yourself vtr + refl | (remain calm and composed) | συγκρατούμαι ρ αμ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | κρατιέμαι ρ αμ |
| Even if she tries to pick a fight, you must control yourself and avoid responding. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: