consistent

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈsɪstənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/kənˈsɪstənt/ ,USA pronunciation: respelling(kən sistənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
consistent adj (in accord)συνεπής επίθ
  σε συμφωνία, σε αρμονία περίφρ
  συνάδω ρ αμ
  σύμφωνος επίθ
 Her testimony and the statement she originally made to police are not consistent.
 Η κατάθεσή της και η δήλωση που έκανε αρχικά στην αστυνομία δεν είναι συνεπείς μεταξύ τους.
 Η κατάθεσή της και η δήλωση που έκανε αρχικά στην αστυνομία δεν συνάδουν.
consistent adj (constant, reliable)σταθερός επίθ
  (πάντα εξίσου καλός)συνεπής επίθ
  (αδιάκοπος)συνεχής επίθ
 He is a very consistent worker. He rarely makes mistakes.
 Είναι ένας πολύ συνεπής εργαζόμενος. Σπανίως κάνει λάθη.
consistent adj (data, information: unvarying)που είναι σε συμφωνία περίφρ
  συνεπής, σύμφωνος επίθ
  συνάδω ρ αμ
 Are these two sets of data consistent?
 Αυτό το πακέτο δεδομένων είναι σε συμφωνία με το άλλο;
consistent with [sth] adj + prep (in agreement with)σύμφωνος με κτ, συνεπής με κτ περίφρ
  συνάδω με κτ ρ αμ + πρόθ
  σε συμφωνία με κτ περίφρ
 The judge's ruling is consistent with the outcomes of similar court cases in the past.
 Η απόφαση του δικαστή είναι σύμφωνη με τις εκβάσεις παρόμοιων δικαστικών υποθέσεων στο παρελθόν.
consistent with [sth] adj + prep (fitting a diagnosis or explanation)που συνάδει με κτ περίφρ
  που συμφωνεί με κτ περίφρ
 The victim's injuries are consistent with a sharp blow to the head.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
consistent pattern n ([sth] regular and repeating)μοτίβο ουσ ουδ άκλ
  (πλεονασμός)επαναλαμβανόμενο μοτίβο, σταθερό μοτίβο επίθ + ουσ ουδ άκλ
 There is a consistent pattern in his behaviour; he always lets you down!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'consistent' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a consistent [pattern, rate, framework], consistent [results, findings, ideas, statements], the [theories, predictions] were consistent with the [results], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση consistent στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «consistent».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!