WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| consistent adj | (in accord) | συνεπής επίθ |
| | | σε συμφωνία, σε αρμονία περίφρ |
| | | συνάδω ρ αμ |
| | | σύμφωνος επίθ |
| | Her testimony and the statement she originally made to police are not consistent. |
| | Η κατάθεσή της και η δήλωση που έκανε αρχικά στην αστυνομία δεν είναι συνεπείς μεταξύ τους. |
| | Η κατάθεσή της και η δήλωση που έκανε αρχικά στην αστυνομία δεν συνάδουν. |
| consistent adj | (constant, reliable) | σταθερός επίθ |
| | (πάντα εξίσου καλός) | συνεπής επίθ |
| | (αδιάκοπος) | συνεχής επίθ |
| | He is a very consistent worker. He rarely makes mistakes. |
| | Είναι ένας πολύ συνεπής εργαζόμενος. Σπανίως κάνει λάθη. |
| consistent adj | (data, information: unvarying) | που είναι σε συμφωνία περίφρ |
| | | συνεπής, σύμφωνος επίθ |
| | | συνάδω ρ αμ |
| | Are these two sets of data consistent? |
| | Αυτό το πακέτο δεδομένων είναι σε συμφωνία με το άλλο; |
| consistent with [sth] adj + prep | (in agreement with) | σύμφωνος με κτ, συνεπής με κτ περίφρ |
| | | συνάδω με κτ ρ αμ + πρόθ |
| | | σε συμφωνία με κτ περίφρ |
| | The judge's ruling is consistent with the outcomes of similar court cases in the past. |
| | Η απόφαση του δικαστή είναι σύμφωνη με τις εκβάσεις παρόμοιων δικαστικών υποθέσεων στο παρελθόν. |
| consistent with [sth] adj + prep | (fitting a diagnosis or explanation) | που συνάδει με κτ περίφρ |
| | | που συμφωνεί με κτ περίφρ |
| | The victim's injuries are consistent with a sharp blow to the head. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: