WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
clue n | (hint, evidence) (υπαινιγμός, απόδειξη) | στοιχείο ουσ ουδ |
| | ένδειξη ουσ θηλ |
| The investigator looked for clues. |
| Ο ντέντεκτιβ έψαξε για στοιχεία. |
clue n | (any idea) | ιδέα ουσ θηλ |
| I don't have a clue what he means. |
| Δεν έχω ιδέα τι εννοεί. |
clue n | (to solve puzzle) | στοιχείο ουσ ουδ |
| (σταυρόλεξο) | ορισμός ουσ αρσ |
| The puzzle clues are difficult. |
| Τα στοιχεία του γρίφου είναι δύσκολα. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πολλούς από τους ορισμούς σε αυτό το σταυρόλεξο δεν τους έχω ξαναδεί.. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
clue [sb] in, also UK: clue [sb] up vtr phrasal sep | informal (inform) (κάτι σε κάποιον) | λέω περίφρ |
| (κάποιον για κάτι) | ενημερώνω ρ μ |
| | κατατοπίζω ρ μ |
| Eleanor had no idea why everyone in the office was cheering, so she asked Jane to clue her in. |
clue [sb] in on [sth], also UK: clue [sb] up on [sth] vtr phrasal sep | informal (inform) (κάτι σε κάποιον) | λέω ρ μ |
| (κάποιον για κάτι) | ενημερώνω ρ μ |
| | κατατοπίζω |
| Can you clue me in on what's going on? |
| Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει; |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: