WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
climbing adj | (plant: creeping) | αναρριχητικός επίθ |
| | αναρριχώμενος μτχ ενεστ |
| The rear wall of the house is covered in climbing plants. |
| Ο πίσω τοίχος του σπιτιού είναι καλυμμένος με αναρριχητικά φυτά. |
climbing n | (sport: scaling mountains) (μόνο σε βουνό) | ορειβασία ουσ θηλ |
| (σε βουνό, σε τοίχο) | αναρρίχηση ουσ θηλ |
| Climbing is a good form of exercise, as long as you are careful. |
| Η ορειβασία είναι καλή μορφή άσκησης αρκεί να είσαι προσεκτικός. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
climb⇒ vi | (ascend, go up) | ανεβαίνω ρ αμ |
| We still have to climb before we can descend into the valley. |
| Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα. |
climb [sth]⇒ vtr | (mountain) (σε κάτι) | σκαρφαλώνω ρ αμ |
| (επίσημο: σε κάτι) | αναρριχώμαι ρ αμ |
| He climbed the mountain. |
| Σκαρφάλωσε στο βουνό. |
| Αναρριχήθηκε στο βουνό. |
climb [sth] vtr | (ascend using hands and feet) (κάτι ή σε κάτι) | σκαρφαλώνω ρ αμ |
| He climbed the tree. |
| Σκαρφάλωσε στο δέντρο. |
climb⇒ vi | (slope up) | ανηφορίζω ρ αμ |
| | γίνομαι ανηφορικός ρ έκφρ |
| The path climbs from here. |
| Το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό από εδώ και πέρα. |
climb n | (ascent) | ανήφορος ουσ αρσ |
| | ανηφόρα ουσ θηλ |
| (επίσημο) | ανωφέρεια ουσ θηλ |
| The climb is steep and lasts for a mile. |
| Η ανηφόρα είναι απότομη και συνεχίζει για ένα μίλι. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
climb vi | (aircraft: go up) | παίρνω ύψος περίφρ |
| | ανεβαίνω ρ αμ |
| The plane climbed after take-off. |
climb [sth]⇒ vtr | figurative (go up in organization) (μεταφορικά: σε κτ) | αναρριχώμαι ρ αμ |
| | ανελίσσομαι ρ αμ |
| (καθομ, μεταφορικά: κτ) | σκαρφαλώνω ρ αμ |
| He spent 25 years climbing the company's ranks before becoming president of it. |
| Ξόδεψε 25 χρόνια για να αναρριχηθεί στην ιεραρχία της εταιρείας πριν να γίνει ο πρόεδρός της. |
| Ξόδεψε 25 χρόνια για να ανελιχθεί στην ιεραρχία της εταιρείας πριν να γίνει ο πρόεδρός της. |
| Ξόδεψε 25 χρόνια για να σκαρφαλώσει στην ιεραρχία της εταιρείας πριν να γίνει ο πρόεδρός της. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs climb | climbing |
climb down vi phrasal | UK, figurative (accept defeat) | αποδέχομαι την ήττα μου έκφρ |
| There was a public outcry at the proposals and the government was forced to climb down. |
| Υπήρχε δημόσια κατακραυγή για τις προτάσεις και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχτεί την ήττα. |
climb in vi phrasal | informal (enter a vehicle) (όχημα) | μπαίνω σε ρ αμ + πρόθ |
| | μπαίνω μέσα σε περίφρ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: