civil war



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
civil war n (country's internal war)εμφύλιος πόλεμος φρ ως ουσ αρσ
  εμφύλιος επίθ ως ουσ αρσ
 The civil war has displaced almost half the country's population.
 Ο εμφύλιος πόλεμος εκτόπισε σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας.
the Civil War,
the American Civil War
n
historical, US (war between US states)Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος φρ ως ουσ αρσ
  αμερικάνικος εμφύλιος επίθ + ουσ αρσ
 The American Civil War broke out in April 1861.
 Ο Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Spanish Civil War n historical (1930s war)Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος φρ ως ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'civil war' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση civil war στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «civil war».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!