WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| civil war n | (country's internal war) | εμφύλιος πόλεμος φρ ως ουσ αρσ |
| | | εμφύλιος επίθ ως ουσ αρσ |
| | The civil war has displaced almost half the country's population. |
| | Ο εμφύλιος πόλεμος εκτόπισε σχεδόν τον μισό πληθυσμό της χώρας. |
the Civil War, the American Civil War n | historical, US (war between US states) | Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος φρ ως ουσ αρσ |
| | | αμερικάνικος εμφύλιος επίθ + ουσ αρσ |
| | The American Civil War broke out in April 1861. |
| | Ο Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: