WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| unionist n | (member of a trade union) | συνδικαλιστής, συνδικαλίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Unionist n | US, historical (American Civil War) (αμερικανικός εμφύλιος (1861-1865)) | υπέρμαχος της ομοσπονδιακής ένωσης των βόρειων και νότιων πολιτειών της Αμερικής |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| | Bill's ancestors were Unionists in the American Civil War. |
| | Οι πρόγονοι του Μπιλ ήταν υπέρμαχοι της ομοσπονδιακής ένωσης των βορείων και των νοτίων πολιτειών της Αμερικής κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. |
| Unionist n | UK (Britain and Northern Ireland) | υπέρμαχος της πολιτικής ένωσης Βρετανίας και Β.Ιρλανδίας |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
| | The MP describes himself as a Unionist. |
| Unionist adj | UK, historical (favors union between Britain and Ireland) | ενωτικός επίθ |
| Σχόλιο: Ο ελληνικός όρος απαιτεί διευκρίνιση αν δεν είναι σαφές από τα συμφραζόμενα ότι αναφέρεται στην ένωση Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας. |
| | Smith supported a unionist policy for Ireland. |