WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| circumstances npl | (situation, context) | συνθήκες, περιστάσεις ουσ θηλ πλ |
| | The circumstances surrounding his death were very suspicious. |
| | Οι συνθήκες του θανάτου του ήταν πολύ περίεργες. |
| circumstances npl | (conditions) | συνθήκες, περιστάσεις ουσ θηλ πλ |
| | | κατάσταση ουσ θηλ |
| | We simply can't work under these circumstances. |
| | Απλά δεν μπορούμε να δουλέψουμε υπό αυτές τις συνθήκες. |
| circumstance n | archaic (great ceremony) | μεγαλοπρέπεια, επισημότητα ουσ θηλ |
| | (διαδικασία) | τελετουργία ουσ θηλ |
| | The wreath was laid with great circumstance. |
| | Το στεφάνι κατατέθηκε με μεγάλη μεγαλοπρέπεια. |
| circumstance n | formal (situation) | κατάσταση ουσ θηλ |
| | There are resources for girls who find themselves in such a circumstance. |
| | Υπάρχουν ευκαιρίες για κορίτσια που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| circumstance [sb]⇒ vtr | (place in a situation) | βρίσκομαι σε κατάσταση, βρίσκομαι σε θέση έκφρ |
| | | φέρνω σε κατάσταση, φέρνω σε θέση έκφρ |
| | | περιέρχομαι σε κατάσταση έκφρ |
| Σχόλιο: Συνήθως συνοδεύεται από κατάλληλο επίθετο (πχ σε ευνοϊκή θέση) ή επεξήγηση (σε θέση να... ). |
| | Due to the disaster, the organization was circumstanced such that they were not able to pay for the festival that year. |
| | Λόγω της καταστροφής, ο οργανισμός βρέθηκε σε κατάσταση αδυναμίας να πληρώσει το φεστιβάλ φέτος. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: