challenging

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃælɪndʒɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈtʃælɪndʒɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(chalin jing)

From the verb challenge: (⇒ conjugate)
challenging is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: challenging, challenge

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
challenging adj (arduous, testing)απαιτητικός επίθ
  δύσκολος επίθ
  πρόκληση ουσ ως επίθ
 This hiking trail is challenging; maybe we should try an easier one first.
 Αυτό το μονοπάτι είναι απαιτητικό, ίσως θα πρέπει να δοκιμάσουμε ένα πιο εύκολο για αρχή.
challenging adj (intellectually demanding)απαιτητικός επίθ
  δύσκολος επίθ
  πρόκληση ουσ ως επίθ
 Advanced calculus is a challenging course.
 Τα ανώτερα μαθηματικά είναι απαιτητικό (or: δύσκολο) μάθημα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μια παρτίδα σκάκι είναι πάντα πρόκληση.
challenging adj (confrontational, provocative)προκλητικός επίθ
 The film is a challenging portrayal of domestic violence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
challenging adj (stimulating)απαιτητικός επίθ
  δύσκολος επίθ
  που ακονίζει το μυαλό περίφρ
 Many patients benefit from doing challenging word puzzles.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
challenge n (difficult task) (δύσκολο, δυσάρεστο)δοκιμασία ουσ θηλ
  (δύσκολο)πρόκληση ουσ θηλ
 Fixing the car was a challenge.
 Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο ήταν δοκιμασία.
challenge n (dare)προκαλώ ρ μ
 Liam's challenge to his friend was to beat him at pool.
 Ο Λίαμ προκάλεσε τον φίλο του να τον νικήσει στο μπιλιάρδο.
challenge n (incentive, stimulus) (ως κίνητρο)πρόκληση ουσ θηλ
 Randy likes the challenge that this school offers.
 Στον Ράντι αρέσει η πρόκληση που αποτελεί αυτό το σχολείο.
challenge [sb] to do [sth] vtr (demand)προκαλώ κπ να κάνει κτ περίφρ
 I challenge you to tell the truth!
 Σε προκαλώ να πεις την αλήθεια!
challenge [sb],
challenge [sb] to [sth]
vtr
(to a game, etc.) (σε παιχνίδι κλπ)προκαλώ ρ μ
 Alex challenged me to a game of pool.
 Ο Άλεξ με προκάλεσε σε έναν αγώνα μπιλιάρδο.
challenge [sb] vtr (be difficult for) (για κάποιον)είμαι πρόκληση ρ έκφρ
  (κάποιον)δοκιμάζω ρ μ
 Fixing the car really challenged me.
 Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο ήταν πραγματική πρόκληση για μένα.
 Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο πραγματικά με δοκίμασε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
challenge n often formal (threatening summons)πρόκληση ουσ θηλ
 When a man received a challenge to duel, it was considered cowardly to refuse.
challenge n (sports: call to compete)πρόκληση ουσ θηλ
  (λιγότερο ανταγωνιστικό)πρόσκληση ουσ θηλ
 Louis accepted the other swimmer's challenge to race.
challenge n (legal challenge: objection)ένσταση ουσ θηλ
  προσφυγή ουσ θηλ
  αμφισβήτηση ουσ θηλ
 The judge sustained the lawyer's challenge.
challenge n (military) (αναγνωριστικός)έλεγχος ουσ αρσ
  το να μου ζητείται κτ περίφρ
 The visitor had to give the password of the day in response to the guard's challenge.
 Ο επισκέπτης πρέπει να δώσει τον κωδικό πρόσβαση όταν του ζητηθεί από τον φρουρό.
challenge [sth] vtr (question)αμφισβητώ ρ μ
  θέτω κτ υπό αμφισβήτηση έκφρ
 Other scientists challenge the validity of the experiment.
challenge [sb] vtr formal (military: halt)ελέγχω ρ μ
  κάνω αναγνωριστικό έλεγχο σε κπ περίφρ
 The sentry challenges all who approach.
challenge [sth] vtr (law: take exception)αμφισβητώ ρ μ
 The lawyers challenged the admission of the evidence.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
challenge | challenging
ΑγγλικάΕλληνικά
legal challenge n (law: case objecting to [sth])προσφυγή στη δικαιοσύνη φρ ως ουσ θηλ
  νομική αμφισβήτηση επίθ + ουσ θηλ
rise to the challenge v expr (be equal to a task)στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων έκφρ
  ανταποκρίνομαι στην πρόκληση έκφρ
 This is Jon's first time managing a team; he hopes he can rise to the challenge.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'challenging' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is challenging to [find, master, keep, get], is challenging for [some, many], is challenging in terms of, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση challenging στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «challenging».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!