WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| challenging adj | (arduous, testing) | απαιτητικός επίθ |
| | | δύσκολος επίθ |
| | | πρόκληση ουσ ως επίθ |
| | This hiking trail is challenging; maybe we should try an easier one first. |
| | Αυτό το μονοπάτι είναι απαιτητικό, ίσως θα πρέπει να δοκιμάσουμε ένα πιο εύκολο για αρχή. |
| challenging adj | (intellectually demanding) | απαιτητικός επίθ |
| | | δύσκολος επίθ |
| | | πρόκληση ουσ ως επίθ |
| | Advanced calculus is a challenging course. |
| | Τα ανώτερα μαθηματικά είναι απαιτητικό (or: δύσκολο) μάθημα. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μια παρτίδα σκάκι είναι πάντα πρόκληση. |
| challenging adj | (confrontational, provocative) | προκλητικός επίθ |
| | The film is a challenging portrayal of domestic violence. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| challenging adj | (stimulating) | απαιτητικός επίθ |
| | | δύσκολος επίθ |
| | | που ακονίζει το μυαλό περίφρ |
| | Many patients benefit from doing challenging word puzzles. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| challenge n | (difficult task) (δύσκολο, δυσάρεστο) | δοκιμασία ουσ θηλ |
| | (δύσκολο) | πρόκληση ουσ θηλ |
| | Fixing the car was a challenge. |
| | Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο ήταν δοκιμασία. |
| challenge n | (dare) | προκαλώ ρ μ |
| | Liam's challenge to his friend was to beat him at pool. |
| | Ο Λίαμ προκάλεσε τον φίλο του να τον νικήσει στο μπιλιάρδο. |
| challenge n | (incentive, stimulus) (ως κίνητρο) | πρόκληση ουσ θηλ |
| | Randy likes the challenge that this school offers. |
| | Στον Ράντι αρέσει η πρόκληση που αποτελεί αυτό το σχολείο. |
| challenge [sb] to do [sth]⇒ vtr | (demand) | προκαλώ κπ να κάνει κτ περίφρ |
| | I challenge you to tell the truth! |
| | Σε προκαλώ να πεις την αλήθεια! |
challenge [sb], challenge [sb] to [sth]⇒ vtr | (to a game, etc.) (σε παιχνίδι κλπ) | προκαλώ ρ μ |
| | Alex challenged me to a game of pool. |
| | Ο Άλεξ με προκάλεσε σε έναν αγώνα μπιλιάρδο. |
| challenge [sb]⇒ vtr | (be difficult for) (για κάποιον) | είμαι πρόκληση ρ έκφρ |
| | (κάποιον) | δοκιμάζω ρ μ |
| | Fixing the car really challenged me. |
| | Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο ήταν πραγματική πρόκληση για μένα. |
| | Το να επισκευάσω το αυτοκίνητο πραγματικά με δοκίμασε. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| challenge n | often formal (threatening summons) | πρόκληση ουσ θηλ |
| | When a man received a challenge to duel, it was considered cowardly to refuse. |
| challenge n | (sports: call to compete) | πρόκληση ουσ θηλ |
| | (λιγότερο ανταγωνιστικό) | πρόσκληση ουσ θηλ |
| | Louis accepted the other swimmer's challenge to race. |
| challenge n | (legal challenge: objection) | ένσταση ουσ θηλ |
| | | προσφυγή ουσ θηλ |
| | | αμφισβήτηση ουσ θηλ |
| | The judge sustained the lawyer's challenge. |
| challenge n | (military) (αναγνωριστικός) | έλεγχος ουσ αρσ |
| | | το να μου ζητείται κτ περίφρ |
| | The visitor had to give the password of the day in response to the guard's challenge. |
| | Ο επισκέπτης πρέπει να δώσει τον κωδικό πρόσβαση όταν του ζητηθεί από τον φρουρό. |
| challenge [sth]⇒ vtr | (question) | αμφισβητώ ρ μ |
| | | θέτω κτ υπό αμφισβήτηση έκφρ |
| | Other scientists challenge the validity of the experiment. |
| challenge [sb]⇒ vtr | formal (military: halt) | ελέγχω ρ μ |
| | | κάνω αναγνωριστικό έλεγχο σε κπ περίφρ |
| | The sentry challenges all who approach. |
| challenge [sth]⇒ vtr | (law: take exception) | αμφισβητώ ρ μ |
| | The lawyers challenged the admission of the evidence. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: