casually

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkæʒuəli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
casually adv (not in formal clothes)πρόχειρα, ανεπίσημα επίρ
 The company lets us dress casually on Fridays.
 Η εταιρεία μάς επιτρέπει να ντυνόμαστε ανεπίσημα τις Παρασκευές.
casually adv (without concern)ανέμελα επίρ
  αδιάφορα επίρ
  (καθομιλουμένη)χαλαρά επίρ
 "We won't be staying for dinner," she announced casually.
 «Δεν θα μείνουμε για βραδινό», ανακοίνωσε ανάμελα.
casually adv (not methodically)τυχαία επίρ
  (καθομιλουμένη)χαλαρά επίρ
 I was browsing casually through my old school exercise books.
 Ξεφύλλιζα τυχαία τα παλιά μου σχολικά τετράδια εργασιών.
casually adv (occasionally, irregularly)περιστασιακά επίρ
 Sandra works casually as a bartender.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'casually' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση casually στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «casually».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!