WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
callous adj | (person: merciless) | σκληρός επίθ |
| (καθομιλουμένη) | άκαρδος, σκληρόκαρδος επίθ |
| (λόγιος) | ανάλγητος, ανελέητος, ανηλεής επίθ |
| Henry VIII was said to be a callous ruler. |
| Ο Ερρίκος ο Όγδοος λέγεται πως ήταν ένας σκληρός ηγέτης. |
callous adj | (action: insensitive) | σκληρός επίθ |
| | άκαρδος επίθ |
| Ignoring that old lady in need of help was very callous. |
| Το ότι αγνόησες εκείνη την ηλικιωμένη κυρία που χρειαζόταν βοήθεια ήταν πολύ σκληρό. |
callous adj | (hard) | σκληρός επίθ |
| (επίσημο: ιατρική) | τυλώδης επίθ |
| The patient has a callous spot on her elbow. |
| Η ασθενής έχει ένα τυλώδες σημείο στον αγκώνα της. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
callous⇒ vi | (become hard) | σκληραίνω ρ αμ |
| The raw skin will soon callous. |
callous [sth]⇒ vtr | (make hard) | σκληραίνω ρ μ |
| Years of manual labour had calloused his hands. |