WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| bring [sb] home v expr | informal (introduce to parents) | συστήνω κπ στους γονείς, γνωρίζω κπ στους γονείς έκφρ |
| | We're nervous because she's bringing her boyfriend home tonight. |
| | Είμαστε αγχωμένοι, γιατί θα μας γνωρίσει τον φίλο της απόψε. |
| bring [sth] home to [sb] v expr | (with object: make clear) | κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπ περίφρ |
| | | κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ περίφρ |
| | My car accident really brought home to me the importance of wearing a seat belt. |
| | Το τροχαίο μου με έκανε να συνειδητοποιήσω την σημασία του να φοράει κανείς ζώνη ασφαλείας. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: