bout

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbaʊt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/baʊt/ ,USA pronunciation: respelling(bout)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bout n figurative (attack of illness: flu, etc.)κρίση ουσ θηλ
  κρούσμα ουσ ουδ
  περίπτωση ουσ θηλ
Σχόλιο: Συνήθως δεν μεταφράζεται, πχ «Η ανάρρωση των ηλικιωμένων από τη γρίπη μπορεί να πάρει πολύ καιρό.»
 Recovering from a bout of flu can take a long time for elderly people.
 -
bout n (boxing: fight) (πυγμαχίας)αγώνας ουσ αρσ
 Out of two hundred bouts, the boxer only lost ten times.
 Στους διακόσιους αγώνες, ο μποξέρ έχασε μόνο δέκα φορές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bout n (time period) (καθομιλουμένη)φάση ουσ θηλ
  περίοδος ουσ θηλ
  διάστημα ουσ ουδ
 Ernie's latest drinking bout caused a lot of trouble for his family.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bout' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bout στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bout».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!