• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Boston n (US city)Βοστόνη ουσ θηλ κύρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Boston Terrier n (dog breed) (ράτσα σκύλου)Τεριέ Βοστόνης ουσ ουδ
Σχόλιο: ξενικό, άκλιτο
brown bread,
Boston brown bread
n
US (Boston brown bread)είδος ψωμιού
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Brown bread may be steamed or baked.
pollock (US),
pollack (US),
coalfish,
Boston blue (US),
coley (UK),
saithe (UK)
n
(fish: Pollachius virens)μπακαλιάρος ουσ αρσ
  (επίσημο)βακαλάος ουσ αρσ
  (επίσημο, κατά λέξη)μπακαλιάρος Saithe φρ ως ουσ αρσ
 Sean bought some coley from the fishmonger to make a fish pie.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Boston' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Boston στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Boston».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!