bluntly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈblʌntli/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bluntly adv (frankly, in a direct way)ευθέως, απερίφραστα επίρ
  (ανεπίσημο)ντόμπρα, σταράτα, ωμά επίρ
 I told him bluntly that he had no chance of getting the job.
 Του είπα ευθέως ότι δεν είχε πιθανότητες να πάρει τη δουλειά.
 Του είπα ντόμπρα (or: σταράτα) ότι δεν είχε πιθανότητες να πάρει τη δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bluntly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bluntly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bluntly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!