belittling



From the verb belittle: (⇒ conjugate)
belittling is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: belittling, belittle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
belittling n (act of disparaging)υποτίμηση ουσ θηλ
  (ενέργεια)το να υποτιμώ, το να μειώνω περίφρ
 The teacher's belittling of her less able students led to many complaints.
 Η υποτίμηση της δασκάλας προς τους λιγότερο ικανούς μαθητές της προκάλεσε πολλά παράπονα.
belittling adj (disparaging)υποτιμητικός, μειωτικός επίθ
 My boss makes belittling remarks about me to my colleagues.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
belittle [sb] vtr (disparage: a person)μειώνω ρ μ
 My dad had a nasty habit of belittling us when we were kids.
 Ο πατέρας μου είχε την απαίσια συνήθεια να μας μειώνει όταν ήμασταν μικρά.
belittle [sth] vtr (minimize importance of)υποτιμώ ρ μ
 He belittled the budget shortfall as if it didn't matter.
 Υποτίμησε το έλλειμμα του προϋπολογισμού σα να μην είχε σημασία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'belittling' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση belittling στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «belittling».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!