WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| belie [sth]⇒ vtr | (give a false impression of) | δεν συμβαδίζω με κτ έκφρ |
| | | έρχομαι σε αντίθεση με κτ έκφρ |
| | | δημιουργώ ψευδή εντύπωση έκφρ |
| | Clive's youthful looks belie his years of experience as a teacher. |
| | Η νεανική εμφάνιση του Κλάιβ δεν συμβαδίζει με τα χρόνια της εμπειρίας του ως καθηγητή. |
| | Η νεανική εμφάνιση του Κλάιβ έρχεται σε αντίθεση με τα χρόνια της εμπειρίας του ως καθηγητή. |
| | Η νεανική εμφάνιση του Κλάιβ δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι δεν έχει πολλά χρόνια εμπειρίας ως καθηγητής. |
| belie [sth] vtr | (contradict) | έρχομαι σε αντίθεση με κτ ρ έκφρ |
| | | διαψεύδω ρ μ |
| | Ron's calm facial expression belies his jittery hands. |